η καινοτομία
31κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα …
32λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… …
33μοντέρνος — α, ο 1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό 2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός 3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις 4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση τής παράδοσης… …
34μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… …
35μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …
36νεούργημα — νεούργημα, τὸ (Μ) [νεουργώ] νέο έργο, καινοτομία, νεωτερισμός …
37νεωτέρισις — νεωτέρισις, ἡ (ΑΜ) [νεωτερίζω] μσν. νέα κατάσταση («Σόλων ύποτυφομένην ὁρῶν τὴν Πεισιστράτειον νεωτέρισιν», Νικ. Χων.) αρχ. 1. καινοτομία, νεωτερισμός 2. επανάσταση, κίνημα, στάση …
38νεωτερισμός — ο (Α νεωτερισμός) [νεωτερίζω] 1. (γενικά) ενέργεια που γίνεται προκειμένου να επιτευχθεί μεταβολή, πρωτοτυπία καινοτομία νεοελλ. 1. μεταβολή στη σκέψη, στις αντιλήψεις ή στον τρόπο ζωής, υιοθέτηση νέων ιδεών ή συστημάτων 2. μόδα, συρμός 3. (στο… …
39νουβωτέ — και νουβοτέ άκλ. είδη συρμού, νεωτερισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. nouveaute «καινοτομία, νεωτερισμός» < γαλλ. nouveau «νέος» < λατ. novellus «νέος», υποκορ. τού novus «νέος»] …
40πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …