η ζάχαρη

  • 91καρυδάτος — η, ο (Μ καρυδᾱτος, η, ον) νεοελλ. 1. αυτὸς που έχει το σχήμα ή το μέγεθος καρυδιού 2. αυτὸς που παρασκευάζεται από καρύδια («γλυκὸ καρυδάτο») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρυδᾱτον γλύκισμα απὸ καρύδια και ζάχαρη ή μέλι. επίρρ... καρυδάτα (Μ) με… …

    Dictionary of Greek

  • 92καρό — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια …

    Dictionary of Greek

  • 93κοκκίζω — και κουκκίζω (Α κοκκίζω) [κόκκος] νεοελλ. πασπαλίζω ζάχαρη ή κανέλα ή τρίμματα από αμύγδαλα πάνω σε φαγητό ή σε γλύκισμα αρχ. αφαιρώ τον πυρήνα καρπού, βγάζω το κουκούτσι («κοκκιεῑς ῥόαν», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 94κουλλούρι — και κουλούρι, το 1. μικρή κουλούρα 2. ψωμί που μοιάζει με κρίκο αλυσίδας και η επιφάνειά του είναι συνήθως καλυμμένη με σουσάμι ή ζάχαρη 3. (σχετικά με τη βαθμολογία μαθητών) το μηδενικό 4. ναυτ. ο δακτύλιος που βρίσκεται στο άνω μέρος τού… …

    Dictionary of Greek

  • 95κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …

    Dictionary of Greek

  • 96κούπα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αξιούπολης. * * * η (ΑM κούπα) νεοελλ. 1. είδος… …

    Dictionary of Greek

  • 97κρέμα — η 1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση τού γάλακτος, η κορυφή 2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη 3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό 4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από… …

    Dictionary of Greek

  • 98κυδωνόπαστο — το γλυκό που αποτελείται από πολτό βρασμένων κυδωνιών και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνι + πάστα «ζύμη, πολτός»] …

    Dictionary of Greek

  • 99κόκα-κόλα — η (τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη , από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη,… …

    Dictionary of Greek

  • 100κόλλυβο — το (AM κόλλυβον) στον πληθ. τα κόλλυβα βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου αρχ. 1. νόμισμα μικρής αξίας,… …

    Dictionary of Greek