η ζάχαρη

  • 81ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… …

    Dictionary of Greek

  • 82ζυμάρι — το (Μ ζυμάριον) μίγμα από αλεύρι και υγρό το οποίο περιλαμβάνει και άλλα συστατικά, όπως μαγιά, λίπος αρτοποιίας, ζάχαρη, αλάτι, αβγά και διάφορες αρωματικές ουσίες, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας νεοελλ. 1. κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 83ζυμπραγός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου. * * * ή, ό (Μ ζυμπραγός, ή, όν και ζιπραγός, ή, όν και τζημπαγός, ή, όν) δίδυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπραγός <… …

    Dictionary of Greek

  • 84ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… …

    Dictionary of Greek

  • 85κάντιο — και κάνδιο, το κρυσταλλική ζάχαρη που γίνεται από ζαχαροκάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. candi < arab. qandĩ < kand «ζαχαροκάλαμο»] …

    Dictionary of Greek

  • 86κάρο — (Carum). Ποώδες φυτό, ύψους 30 45 εκ., με λευκά ή –σπανιότερα– ρόδινα άνθη, που φύεται σε λιβάδια ορεινών περιοχών. Το γένος περιλαμβάνει περίπου 30 είδη, που ευδοκιμούν όλα στο βόρειο ημισφαίριο· έξι από αυτά συναντώνται και στα ελληνικά λιβάδια …

    Dictionary of Greek

  • 87κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 88κακάο — Κοινή ονομασία τουδικοτυλήδονου φυτού θεόβρωμα το κ., της οικογένειας των στερκουλιιδών. Η χρήση του κ. ήταν ήδη γνωστή στους Μεξικανούς, πριν από την ανακάλυψη της Αμερικής· χρησιμοποιούσαν τους σπόρους του ακόμα και ως νόμισμα. Ο Χριστόφορος… …

    Dictionary of Greek

  • 89καλαμοσάκχαρο — και καλαμοζάχαρο, το (χημ) η ζάχαρη που προέρχεται από ζαχαροκάλαμο …

    Dictionary of Greek

  • 90καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις …

    Dictionary of Greek