η ζάχαρη

  • 71ζαχαροκούλλουρο — το κουλλούρι από ζύμη αλεύρου με ζάχαρη και βούτυρο …

    Dictionary of Greek

  • 72ζαχαροπιπεράτος — ζαχαροπιπερᾱτος, η, ο (Μ) κατασκευασμένος με ζάχαρη και πιπέρι …

    Dictionary of Greek

  • 73ζαχαροπλάστης — ο θηλ. ζαχαροπλάστις και ισσα αυτός που κατασκευάζει και πουλά γλυκίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 74ζαχαροπλασμένος — η, ο 1. πλασμένος με ζάχαρη, ζαχαροκαμωμένος 2. μτφ. γλυκός …

    Dictionary of Greek

  • 75ζαχαροποιός — ο εργάτης ή ιδιοκτήτης ζαχαροποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …

    Dictionary of Greek

  • 76ζαχαροχυμένος — η, ο 1. κατασκευασμένος με ζάχαρη, γλυκός 2. μτφ. γοητευτικός («απ το προσωπάκι σου / το ζαχαροχυμένο / στάλαζ ένα μάγεμα», Παλαμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 77ζαχαρόθερμον — και σαχαρόθερμον, τὸ (Μ) ζεστό νερό με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + θερμόν, ουδ. τού επιθ. θερμός] …

    Dictionary of Greek

  • 78ζαχαρόμελο — το (Μ ζαχαρόμελο) ποτό από μέλι και ζάχαρη, ηδύποτο …

    Dictionary of Greek

  • 79ζαχαρόπετρα — η πέτρα που μοιάζει με ζάχαρη, είδος κιμωλίας …

    Dictionary of Greek

  • 80ζαχαρότευτλο — Ποώδες φυτό, της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ποικιλία του παντζαριού (τεύτλου). Η επιστημονική ονομασία του είναι βέτα η ζαχαροφόρα. Βλ. λ. τεύτλο. * * * το βοτ. το φυτό «τεύτλον το σακχαροφόρον», από το οποίο παράγεται ζάχαρη …

    Dictionary of Greek