η ζάχαρη

  • 61γλύκα — η 1. η ιδιότητα τού γλυκού, η γλυκιά γεύση 2. απόλαυση, ευχαρίστηση, ηδονή 3. η απαλότητα, η ηπιότητα («η γλύκα τού καιρού, τής φωνής, τού καντηλιού») 4. η ανακούφιση («...τ αγέρι τού Μαγιού τόση δροσιά και γλύκα χύνει... στα σωθικά», Βαλαωρ.) 5 …

    Dictionary of Greek

  • 62γλύκισμα — το (AM γλύκυσμα, Μ και γλύκισμα) 1. γλύκα, γλυκύτητα 2. γλυκό παρασκεύασμα με διάφορα υλικά και μέλι ή ζάχαρη νεοελλ. 1. εύγευστο έδεσμα 2. παρασκεύασμα γλυκό με θεραπευτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. νεοελλ. γλύκισμα < αρχ. γλύκυσμα <… …

    Dictionary of Greek

  • 63διαλυτός — ή, ό (AM διαλυτός, ή, όν) [διαλύω] 1. αυτός που επιδέχεται διάλυση, που μπορεί να διαλυθεί 2. αυτός που επιδέχεται τήξη ή αποσύνθεση 3. χημ. ο ικανός να διαλυθεί σε υγρό (π.χ. αλάτι ή ζάχαρη μέσα στο νερό) …

    Dictionary of Greek

  • 64ελαιοσάκχαρα — Ουσίες που λαμβάνονται με την τριβή μείγματος σακχάρου και αιθέριου ελαίου και χρησιμοποιούνται για την παρασκευή σακχαρούχων ποτών και για να διορθώσουν τη δυσάρεστη γεύση φαρμάκων. * * * τα (φαρμ.) σκευάσματα που λαμβάνονται με τριβή μίγματος… …

    Dictionary of Greek

  • 65ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 66ζάχαρης — ζάχαρης, ὁ (Μ) η ζάχαρη …

    Dictionary of Greek

  • 67ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …

    Dictionary of Greek

  • 68ζαχαροζυμωμένος — η, ο και ζαχαροζύμωτος, η, ο 1. ζυμωμένος με ζάχαρη 2. μτφ. γλυκός, ευχάριστος («λόγια και γέλια και φιλιά ζαχαροζυμωνένα», Ερωφ.) 3. μτφ. (για γυναίκα) όμορφη και γλυκιά («Πανώρια, κορασίδα μου ζαχαροζυμωμένη», Πανώρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 69ζαχαροκάλαμο — Γένος φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Περιλαμβάνει δώδεκα είδη των τροπικών και των γειτονικών τους χωρών. Το γνωστό ζ. είναι φυτό ιθαγενές της Κοχινκίνας και της Βεγγάλης και καλλιεργείται σε πολλές θερμές χώρες, κυρίως στην Ινδία, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 70ζαχαροκάμωτος — η, ο ζαχαροκαμωμένος, κατασκευασμένος από ζάχαρη …

    Dictionary of Greek