η ζάχαρη

  • 21ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… …

    Dictionary of Greek

  • 22ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …

    Dictionary of Greek

  • 23καραμόζη — η ειδική καραμέλα χωρίς ζάχαρη για τους διαβητικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καραμ (< καραμέλα) + κατάλ. όζη τού φρουκτ όζη (ζάχαρη για διαβητικούς)] …

    Dictionary of Greek

  • 24κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 25σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 …

    Dictionary of Greek

  • 26σακχαρομετρία — και σακχαριμετρία, η, Ν μέθοδος προσδιορισμού τής περιεκτικότητας σε ζάχαρη ενός σακχαρούχου διαλύματος, μέθοδος που στηρίζεται στο φαινόμενο τής στροφής τού επιπέδου τής πόλωσης που προκαλείται από τις οπτικώς ενεργές ουσίες, όπως είναι η ζάχαρη …

    Dictionary of Greek

  • 27σαπταλισμός — ο, Ν μέθοδος βελτίωσης τού κρασιού κατά την οποία προστίθεται ζάχαρη στον μούστο, προκειμένου να αυξηθεί ο αλκοολικός βαθμός τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaptaliser «προσθέτω ζάχαρη στον μούστο προτού σφραγίσω το βαρέλι» (< Chaptal, όν.… …

    Dictionary of Greek

  • 28σκέτος — η, ο, Ν 1. (για πράγμ.) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με καμιά άλλη ουσία, καθαρός, αμιγής (α. «τσάι σκέτο» τσάι χωρίς ζάχαρη β. «σκέτο σιτάρι») 2. αυτός που δεν έχει νοθευθεί, ανόθευτος, γνήσιος («σκέτο βούτυρο») 3. αυτός που διακρίνεται για την… …

    Dictionary of Greek

  • 29φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …

    Dictionary of Greek

  • 30χαλβάς — ο, Ν 1. βιομηχανικό προϊόν, είδος γλυκίσματος από ταχίνι, ζάχαρη, αρωματικά και, συχνά, από εκχύλισμα χαλβαδόριζας 2. οικιακό γλύκισμα παρασκευαζόμενο κυρίως από σιμιγδάλι, βούτυρο ή λάδι και ζάχαρη 3. μτφ. άνθρωπος νωθρός και αφελής, βλάκας.… …

    Dictionary of Greek