η ζάχαρη

  • 111μονοκαλλιέργεια — Σύστημα καλλιέργειας, κατά το οποίο μια ορισμένη επιφάνεια καλλιεργήσιμου εδάφους χρησιμοποιείται για εκμετάλλευση από ένα μόνο είδος φυτού· ειδικότερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται για καλλιέργειες μόνιμες και συνεχείς ενός ορισμένου είδους… …

    Dictionary of Greek

  • 112μουσταλευριά — η είδος γλυκίσματος από μούστο, αλεύρι, ζάχαρη και διάφορα καρυκεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + αλεύρι] …

    Dictionary of Greek

  • 113μουστοκούλλουρο — το κουλλούρι που παρασκευάζεται από μούστο, αλεύρι και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + κουλλούρι] …

    Dictionary of Greek

  • 114μουστόμετρο — το όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η περιεκτικότητα τού μούστου σε ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + μέτρο] …

    Dictionary of Greek

  • 115μπακλαβάς — ο γλυκό ταψιού το οποίο παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης, καρύδια, βούτυρο, μέλι ή ζάχαρη και κόβεται σε κομμάτια σχήματος ρόμβου συνήθως. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. baklava] …

    Dictionary of Greek

  • 116μπεζές — ο συν. στον πληθ. οι μπεζέδες είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται από χτυπημένα ασπράδια αβγών και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. baiser «φιλώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 117μπισκότο — το (Μ μπισκόττιν) είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά μσν. παξιμάδι, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»] …

    Dictionary of Greek

  • 118πάστα — η 1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό 2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά 3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών 4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από… …

    Dictionary of Greek

  • 119πήκτωμα — το, Ν 1. ζωική κόλλα, ζελατίνη 2. φαρμακευτικό σκεύασμα με ζελατίνη, νερό και ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηκτός + κατάλ. ωμα, απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. gelee] …

    Dictionary of Greek

  • 120παγωτό — το δροσιστικό γλύκισμα το οποίο παρασκευάζεται με τεχνητή ψύξη μιγμάτων από γάλα, ζάχαρη, χυμούς φρούτων ή σοκολάτα και αβγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + κατάλ. ωτό κατά το αμυγδαλ ωτό] …

    Dictionary of Greek