η ζάχαρη

  • 101λαλάγγη — λαλάγγη, ἡ (Α) είδος τηγανίτας που παρασκευάζεται από αραιό ζυμάρι και λάδι και αλείφεται με μέλι ή γλυκό κουταλιού ή πασπαλίζεται με ζάχαρη, η λαλαγγίτα …

    Dictionary of Greek

  • 102λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 103λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …

    Dictionary of Greek

  • 104λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …

    Dictionary of Greek

  • 105μάγκορον — μάγκορον, τὸ (Α) ζάχαρη …

    Dictionary of Greek

  • 106μαντολάτο — και μανδολάτο, το σκληρό και συμπαγές γλύκισμα που παρασκευάζεται από ασπράδι αβγού, ζάχαρη ή μέλι και καβουρντισμένα αμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mandolato «αμυγδαλωτό» < mandola «αμύγδαλο»] …

    Dictionary of Greek

  • 107μαρέγκα — η χτυπημένα ασπράδια αβγών με ή χωρίς ζάχαρη που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. marenga] …

    Dictionary of Greek

  • 108μαρμελάδα — η (τροφ. τεχνολ.) πολτός από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη ή μέλι («μαρμελάδα ροδάκινο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. marmelade < πορτογαλ. marmelada < λατ. melimēlum < μελίμηλον] …

    Dictionary of Greek

  • 109μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …

    Dictionary of Greek

  • 110μελομακάρονο — και μελομακάρουνο, το είδος γλυκίσματος από ζύμη με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και αρωματικές ουσίες, το οποίο μετά το ψήσιμο εμβαπτίζεται σε μέλι, αλλ. φοινίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μακαρόνι, λόγω πιθ. τού μακρόστενου σχήματος τού γλυκίσματος] …

    Dictionary of Greek