η ελιά

  • 91νεελαία — νεελαία, ἡ (Α) νέα ελιά («ὦ Χριστοῡ νεελαία», Ιγνάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἐλαία] …

    Dictionary of Greek

  • 92νευστός — ή, όν (Α νευστός, ή, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν) όρος τής οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια τού επιφανειακού υμενίου ήρεμων… …

    Dictionary of Greek

  • 93ολιβέλλα — η ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων τής οικογένειας olividae. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. olivella < νεολατ. olivella, υποκορ. τού λατ. oliva «ελιά»] …

    Dictionary of Greek

  • 94ολιβίδες — οι ζωολ. οικογένεια γαστερόποδων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. olividae (< λατ. oliva «ελιά») + κατάλ. idae] …

    Dictionary of Greek

  • 95οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 96πάγκυφος — πάγκυφος, ον (Α) 1. εντελώς κυφός, τελείως κυρτός, καμπουριασμένος 2. φρ. «πάγκυφος ἐλαία» η ιερή ελιά τής Ακροπόλεως η οποία ονομάστηκε έτσι εξαιτίας τού συνεστραμμένου σχήματος τού κορμού και τής κυφότητας που παρουσίαζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * +… …

    Dictionary of Greek

  • 97παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 98πικρολιά — η, Ν ποικιλία τού γνωστού με τη λόγια ονομασία ελαία η ευρωπαϊκή δέντρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + ελιά] …

    Dictionary of Greek

  • 99πιόφυλλος — ον, Α (για την ελιά) αυτός που έχει λιπώδη φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖος (Ι) «παχύς» + φυλλος (< φύλλον)] …

    Dictionary of Greek

  • 100πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ …

    Dictionary of Greek