η ελιά
81κρεατοελιά — η περιγεγραμμένη υποστρόγγυλη θηλωματώδης υπερπλασία τής επιδερμίδας με σημεία υπερκερατώσεως, η ακροχορδόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ελιά] …
82κριάς — και κρίας, το το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τού κρέας προερχόμενος από μετακίνηση τού τόνου και συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …
83λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …
84λυγιά — Ονομασία τεσσάρων οικισμών.1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 276 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 38 χλμ. ΒΔ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρθολομιού. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 503 κάτ.) του… …
85μακριά — (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη») νεοελλ. 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα») 2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου… …
86μελάνωμα — Όγκος του δέρματος που προέρχεται από μελανοκύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα της επιφανειακής στιβάδας του δέρματος που είναι υπεύθυνα για την παραγωγή της μελανίνης, της χρωστικής του δέρματος που το προστατεύει από τη βλαβερή επίδραση του ηλίου.… …
87μεσία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 316 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 51 χλμ. ΝΔ του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευρωπού. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 125 μ.,… …
88μονοκαλλιέργεια — Σύστημα καλλιέργειας, κατά το οποίο μια ορισμένη επιφάνεια καλλιεργήσιμου εδάφους χρησιμοποιείται για εκμετάλλευση από ένα μόνο είδος φυτού· ειδικότερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται για καλλιέργειες μόνιμες και συνεχείς ενός ορισμένου είδους… …
89μουριά — Φυλλοβόλο δέντρο του γένους μορέα της οικογένειας των μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα τη μετέφεραν από την Κίνα, μαζί με αβγά μεταξοσκώληκα, Έλληνες μοναχοί, κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού. Έκτοτε εγκλιματίστηκε και… …
90νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] …