η ελιά

  • 71εληά — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 10 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 480 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του… …

    Dictionary of Greek

  • 72ελιξόπορος — ἑλιξόπορος, ον (Α) αυτός που ακολουθεί ελικοειδή πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. ελιο και λιο (αντί ελαιο ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό ανήκει ή αναφέρεται στην ελιά ή προέρχεται από αυτήν (ελιόδεντρο, λιόδυλο)] …

    Dictionary of Greek

  • 73ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …

    Dictionary of Greek

  • 74κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …

    Dictionary of Greek

  • 75καλλιστέφανος — η, ο (Α καλλιστέφανος, ον) αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.) αρχ. φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία» (στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία,… …

    Dictionary of Greek

  • 76καρυδολιά — η ποικιλία χοντρής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καρύδα + ελιά] …

    Dictionary of Greek

  • 77κνίκος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα) που φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. ο βενέδικτος, ενώ είναι γνωστό και με τις κοινές ονομασίες καλάγκαθο, καρδισάντο και αγιάγκαθο. Πρόκειται για ετήσιο φυτό …

    Dictionary of Greek

  • 78κονστρουκτιβισμός — Καλλιτεχνικό ρεύμα, που παρουσιάστηκε επίσημα το 1913, όταν ο Ρώσος καλλιτέχνης Βλαντιμίρ Εγκράφοβιτς Τάτλιν δημιούργησε μια αφηρημένη, ανάγλυφη κατασκευή (ο όρος κ. προέρχεται από την αγγλική λέξη construction που σημαίνει κατασκευή). Η βασική… …

    Dictionary of Greek

  • 79κοτινάς — κοτινάς, άδος, ἡ (Α) 1. αγριελιά που έχει κεντρωθεί με ήμερη ελιά 2. ο καρπός τής αγριελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + επίθημα άς / άδος (πρβλ. γενει άς, κλεισι άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 80κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek