η ελιά

  • 51αθηνοελιά — και αθηνολιά, η είδος ελιάς με στενά και μικρά φύλλα και μικρό καρπό (αλλ. αθηναίικη ελιά) …

    Dictionary of Greek

  • 52αλινήκτειρα — ἁλινήκτειρα, η (Α) αυτή που κολυμπάει μέσα σε αλατισμένο νερό (για ελιά μέσα στην άρμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* + νήκτειρα < νήχω «κολυμπώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 53αλμάς — ἁλμάς ( άδος), η (Α) [ἅλμη] η ελιά που διατηρείται σε άλμη, αλμυρή, αλατισμένη, κολυμπάδα (με το ουσιαστικό ελαία, ελάα και απόλυτα, χωρίς αυτό) …

    Dictionary of Greek

  • 54αρράβδιστος — η, ο 1. (για δέντρο) αυτό που δεν έχει ραβδιστεί για να πέσουν οι καρποί του («καρυδιά ή ελιά αρράβδιστη») 2. (για καρπό) αυτός που δεν έχει μαζευτεί με ραβδισμό («καρύδια αράβδιστα») …

    Dictionary of Greek

  • 55αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου …

    Dictionary of Greek

  • 56βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …

    Dictionary of Greek

  • 57γεργέριμος — γεργέριμος, η (Α) (ενν. ἐλαία) ελιά ώριμη, έτοιμη να πέσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολος παραμένει ο συσχετισμός τής λ. με το γέρων καθώς και με το αρχ. ινδ. jarjara «εύθραυστος, αυτός που απειλεί καταστροφή». Σύμφωνα με νεώτερη άποψη,… …

    Dictionary of Greek

  • 58γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …

    Dictionary of Greek

  • 59γύρη — Το σύνολο των πολυάριθμων μικρών κόκκων (γυρεοκόκκων ή μισκοσπορίων), που παράγονται με μειωτική πυρηνοτομία μέσα στους ανθήρες (μικροσποριάγγεια) των αγγειοσπέρμων ή στους γυρεόσακους (μικροσποριάγγεια) των γυμνοσπέρμων· αποτελούν το αρσενικό… …

    Dictionary of Greek

  • 60δρούπα — και δρούππα και αδρούπα, η (Α δρύππα) ζαρωμένη υπερώριμη ελιά, θρούμπα …

    Dictionary of Greek