η ελιά

  • 111φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… …

    Dictionary of Greek

  • 112φωλιά — Το κατάλυμα, η κατοικία, που κατασκευάζουν πολλά ζώα, για να προφυλαχθούν από τις καιρικές μεταβολές και από τους εχθρούς τους, κυρίως όμως για να γεννήσουν και αναθρέψουν εκεί τους απογόνους τους. Φ. φτιάχνουν πολλά θηλαστικά, κυρίως τα τρωκτικά …

    Dictionary of Greek

  • 113χαμάδα — η, Ν ώριμος καρπός, ιδίως ελιά που έπεσε από το δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάμω + κατάλ. άδα (πρβλ. κορφ άδα)] …

    Dictionary of Greek

  • 114ωριά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 254 κάτ.), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. ωραία γυναίκα 2. φρ. «τής Ωριάς το κάστρο» (λαογρ.) ονομασία πολλών μεσαιωνικών κάστρων τής… …

    Dictionary of Greek

  • 115αγριλιά — Φυτό της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Ευδοκιμεί σε τόπους άγονους ή βραχώδεις, ειδικά κατά μήκος των ακτών της νότιας Ευρώπης. Η επιστημονική ονομασία της είναι ελαία η αγρίαδασική. Είδος κοινό σε όλη την Ελλάδα αριθμεί γύρω στα… …

    Dictionary of Greek

  • 116αειθαλή — Τα φυτά που διατηρούν πράσινα φύλλα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα φύλλα τους δεν πέφτουν, αλλά ότι πέφτουν σταδιακά, έτσι ώστε πάντα να υπάρχουν κάποια ζωντανά (πράσινα). Τα α. φυτά αναπτύσσονται κυρίως σε υγρά δάση, π.χ …

    Dictionary of Greek

  • 117Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …

    Dictionary of Greek

  • 118αιδίη — Λεπιδόπτερο έντομο με λεπτό κυλινδρικό σώμα. Τα μπροστινά φτερά του είναι γαλακτόχρωμα με μαύρα στίγματα και τα πίσω καφετιά. Εμφανίζεται πάντα μετά τη δύση του ήλιου, στο διάστημα ανάμεσα στις αρχές Ιουλίου και τα τέλη Αυγούστου. Αποθέτει τα… …

    Dictionary of Greek

  • 119Αλισανδράτος, Γιώργος — (Ληξούρι Κεφαλληνίας 1915 –). Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1932 37). Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Ασχολήθηκε με… …

    Dictionary of Greek

  • 120Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek