η ελιά

  • 101πρασινάδα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σίλλης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Ημαθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (14 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2… …

    Dictionary of Greek

  • 102πυρήνα — η, Ν κοκκοειδής καύσιμη ύλη που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών πυρήνων τών καρπών τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν, ῆνος, με αλλαγή γένους κατά το ελιά] …

    Dictionary of Greek

  • 103σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …

    Dictionary of Greek

  • 104σκαμ(ν)ιά — η, Ν το δέντρο μουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συκαμινέα, με συγκοπή τών υ και ι και συνίζηση τού εα (πρβλ. ελαία: ελιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 105σπήλιο — το, Ν το σπήλαιο, η σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιο με συνίζηση (πρβλ. ελαία: ελιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 106τανύφυλλος — και τανίφυλλος, ον, Α 1. (για δένδρα, ιδίως για την ελιά) αυτός που έχει επιμήκη φύλλα 2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. καλλί φυλλος. Για το θ. τού α… …

    Dictionary of Greek

  • 107τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… …

    Dictionary of Greek

  • 108φαύλιος — ία, ον, Α [φαῡλος] 1. (για καρπό) ο κακής ποιότητας, άθλιος 2. φρ. «φαυλία ἐλαία» ή, απλώς, «φαυλία» άγρια ελιά …

    Dictionary of Greek

  • 109φθινοπωρίς — ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ανώμαλος τ. θηλ. τού φθινοπωρινός 2. (ενν. ἐλαία) ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. μετωπ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 110φυτάς — άδος, ἡ, Α (κυρίως σχετικά με την ελιά) νεαρό φυτό, παραφυάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. θαμν άς)] …

    Dictionary of Greek