η ελιά
11ελαία — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Παραλιακή πόλη στην Αιολίδα της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη υπήρξε αποικία των Αθηναίων, την οποία ίδρυσαν κατά την επιστροφή τους από τον Τρωικό πόλεμο, με πρώτο οικιστή τον Μενεσθέα. Βρισκόταν κοντά …
12ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …
13θρούμπα — η 1. ελιά που πέφτει ώριμη από το δέντρο, αλλ. χαμοελιά ή χαμάδα 2. ελιά αρωματισμένη με θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. επίθ. δρυπεπής «τελείως ώριμος» (δρυπεπείς ελαίαι) < δρύπεπη < δρύππα < δρούππα και με συσχετισμό προς το αρωματικό φυτό… …
14καλλιέλαιος — (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, ον) ήμερη, καλλιεργημένη ελιά μσν. ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι έλαιος, φιλ… …
15καταβολάδα — Αγενής τρόπος πολλαπλασιασμού των φυτών, ο οποίος εκμεταλλεύεται την ικανότητα των νεαρών βλαστών να βγάζουν επίκτητες ρίζες, όταν σκεπαστούν με χώμα. Η κ. διαφέρει από το μόσχευμα επειδή μέχρι να εμφανιστούν οι ρίζες δεν κόβεται από το μητρικό… …
16λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… …
17μορία — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 103 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοφινά. * * * μορία, ἡ (Α) 1. συν. στον πληθ. αἱ μορίαι ιερές ελιές στην Αθήνα, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στη θεά… …
18ολιβίνης — Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα… …
19πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική …
20σημάδι — το / σημάδιον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημείο, σήμα, ένδειξη (α. «έβαλα σημάδι για να θυμάμαι το μέρος» β. «κι ό,τι σημάδι θέλω δει να σού τό πω και σένα», Ερωτόκρ.) 2. στόχος για βολή, σκοπόσημο («δεν βλέπω καθαρά το σημάδι») 3. σωματικό γνώρισμα («πες… …