η ελευθερία τού

  • 71Βινιόλα, Τζιάκομο ντα- — (Giacomo da Vignola, Βινιόλα 1507 – Ρώμη 1573). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού αρχιτέκτονα Τζιάκομο Μπαρότσι (Giacomo Barozzi). Ο Β. υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος του μανιερισμού της Ρώμης και συνεχιστής του έργου του Μιχαήλ Άγγελου στη… …

    Dictionary of Greek

  • 72Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… …

    Dictionary of Greek

  • 73ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …

    Dictionary of Greek

  • 74Ιεροσολύμων, Πατριαρχείο — Πατριαρχείο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, με έδρα τα Ιεροσόλυμα (Ιερουσαλήμ). Ως μητέρατων Εκκλησιών, η Ιερουσαλήμ ήταν δεδομένο εξαρχής ότι θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη και στην οργάνωση της χριστιανικής Εκκλησίας στο σύνολό της.… …

    Dictionary of Greek

  • 75Κίτσος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Ήταν αδελφός της Κυρα Βασιλικής, γυναίκας του Αλή Πασά. Πριν από την Επανάσταση υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε από αυτόν για τις συνεννοήσεις του με τους… …

    Dictionary of Greek

  • 76κυνικοί — Φιλόσοφοι της αρχαιότητας που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα. Ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύματος θεωρείται είτε ο μαθητής του Σωκράτη, Αντισθένης, είτε ο Διογένης ο Σινωπέας. Η φιλοσοφία τους ξεκίνησε κατά τον 4ο αι. π.Χ. και κατόρθωσε… …

    Dictionary of Greek

  • 77Άπια, Αντόλφ — (Adolphe Appia, Γενεύη 1862 – Νιόν 1928). Ελβετός θεωρητικός του θεάτρου και σκηνογράφος. Οι ιδέες του και το σκηνογραφικό του έργο για το λυρικό θέατρο, ιδιαίτερα για τις όπερες του Βάγκνερ, αποτελούν, μαζί με τη δουλειά του Γκόρντον Κρέιγκ, τα… …

    Dictionary of Greek

  • 78Δελαρός — (De la Roche).Εξελληνισμένος τύπος επωνύμου Γάλλων ευγενών από τη Βουργουνδία, οι οποίοι ηγεμόνευσαν στην Αττική, στη Βοιωτία, στη Μεγαρίδα κ.α., κατά την εποχή της φραγκοκρατίας. 1. Όθων (τέλη 12ου αι. – αρχές 13ου αι.). Ιδρυτής της δυναστείας.… …

    Dictionary of Greek

  • 79Ρενουβιέ, Σαρλ-Μπερνάρ — (Renouvier, Μονπελιέ 1815 – Πραντές, Ανατολικά Πυρηναία 1903). Γάλλος φιλόσοφος. Ιδρυτής και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γαλλικού νεοκριτικισμού, από τα κυριότερα έργα του είναι τα Δοκίμια γενικής κριτικής (1854 1864), Η επιστήμη της ηθικής… …

    Dictionary of Greek

  • 80Τσιμαρόζα, Ντομένικο — (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο… …

    Dictionary of Greek