η ελευθερία τού

  • 111ελευθεροτυπία — η η ελευθερία του τύπου, το να δημοσιεύει κανείς τη γνώμη του ελεύθερα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 112ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… …

    Dictionary of Greek

  • 113εξελευθερώ — ἐξελευθερῶ, όω (Α) [ελευθερώ] απελευθερώνω, αποδίδω σε δούλο την ελευθερία του …

    Dictionary of Greek

  • 114εξελεύθερος — ἐξελεύθερος, ο (Α) [ελεύθερος] δούλος (πιθανώς για χρέη) που απέκτησε την ελευθερία του …

    Dictionary of Greek

  • 115ισολογία — ἰσολογία, ἡ (Α) 1. ισηγορία, παρρησία, ελευθερία τού λόγου 2. στον πληθ. αἱ ἰσολογίαι επιχειρήματα ίσης αξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λογία (< λόγος < λόγος), πρβλ. μακρο λογία, υστερο λογία] …

    Dictionary of Greek

  • 116συνεξελεύθερος — ὁ, θηλ. συνεξελευθέρα Α αυτός που απελευθερώθηκε ταυτοχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελεύθερος «δούλος που απέκτησε την ελευθερία του»] …

    Dictionary of Greek

  • 117φιμώνω — φίμωσα, φιμώθηκα, φιμωμένος 1. βάζω φίμωτρο στο στόμα ζώου, κλείνω με φίμωτρο: Το σκυλί δαγκώνει, γι΄ αυτό είναι φιμωμένο. 2. φράζω το στόμα κάποιου με το χέρι ή με κομμάτι υφάσματος κτλ., για να τον εμποδίσω να φωνάξει: Τον φίμωσαν, τον έδεσαν… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 118στενά — I Ορεινός οικισμός (2 κάτ., υψόμ. 940), στην επαρχία Καστοριάς, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται στην κοινότητα Νεστορίου. II Συμβατικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται ο Βόσπορος και τα Δαρδανέλλια. Έως το 1774 ολόκληρη η περιοχή και η Μαύρη… …

    Dictionary of Greek

  • 119Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 120Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek