η ελαιογραφία

  • 51Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… …

    Dictionary of Greek

  • 52Μπουζιάνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1885 – 1959). Ζωγράφος. Γιος εμπόρου καταγόμενου από την Τρίπολη, γράφτηκε το 1900 ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροιλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον… …

    Dictionary of Greek

  • 53νεκρή φύση — Ζωγραφικό είδος που ασχολείται με την απεικόνιση άψυχων πραγμάτων δηλαδή με άνθη, καρπούς, κυνήγι, φαγητά, όργανα, εργαλεία κ.ά. Η ν. φ. ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, η οποία όμως αν και δημιούργησε λαμπρά δείγματα του είδους αυτού, τη… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ντε Κούνινγκ, Βίλεμ — (Willem de Kooning, Ρότερνταμ 1904 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος ολλανδικής καταγωγής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε τη μαθητεία του στο Ρότερνταμ σε μια εταιρεία ζωγράφων και διακοσμητών. Σπούδασε ταυτόχρονα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των… …

    Dictionary of Greek

  • 55Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… …

    Dictionary of Greek

  • 56Ντίρερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Durer, Νυρεμβέργη 1471 – 1528). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Είναι η πιο σημαντική προσωπικότητα της Γερμανίας του 16ου αι. Με την πολύπλευρη δραστηριότητα του σημειώνει την έναρξη της Αναγέννησης στη Bόρεια Ευρώπη. Τρίτος γιος της… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ξέρον, Γιάννης — (Ίσαρι Αρκαδίας 1890 – Νέα Υόρκη 1967). Ζωγράφος. Το αληθινό επώνυμο του ήταν Ξερόκωστας. Μετανάστευσε στις ΗΠΑ σε ηλικία 14 ετών και έζησε διαδοχικά στην Ουάσινγκτον, στην Ινδιανάπολη και στο Πίτσμπουργκ. Επέστρεψε στην Ουάσινγκτον (1910), όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 58Προσαλέντης — Επώνυμο παλαιάς οικογένειας ευγενών της Κέρκυρας, που καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στο νησί μετά την Άλωση. Από την οικογένεια αυτή προέρχονται πολλά άτομα που διακρίθηκαν στις επιστήμες και τις τέχνες. 1. Αιμίλιος (1859 – …

    Dictionary of Greek

  • 59Σαρντέν, Zov Μπατίστ - Σιμεόν — (Chardin). Γάλλος ζωγράφος βαριοί 1699 1779). Αφού επέσυρε την προσοχή μ’ ένα αξιόλογο πίνακα για ένα χειρουργό φίλο του πατέρα του (τεχνίτη που έφτιαχνε μπιλιάρδα για το βασιλιά), ο Σ. έκθεσε για πρώτη φορά στην έκθεση της πλατείας Ντωφίν, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 60σέκο — Γράφεται και σέκκο. Τεχνική ζωγραφική, γνωστή κυρίως ως ξηρογραφία, πάνω σε ειδικά προετοιμασμένο καιτελείως στεγνό επίχρισμα τοίχου. Το σ. είναι αντίθετο του φρέσκο (νωπογραφία), στο οποίο το επίχρισμα χρησιμοποιείται νωπό ακόμα. Στο γυμνό τοίχο …

    Dictionary of Greek