η εισπνοή
1εἰσπνοῇ — εἰσπνοή inspiration fem dat sg (attic epic ionic) …
2εἰσπνοή — inspiration fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3εισπνοή — η (AM εἰσπνοή) εισαγωγή αέρα ή άλλων ουσιών στους πνεύμονες με την αναπνοή («εισπνοή οξυγόνου») νεοελλ. η διεύρυνση τών πνευμόνων και τού θώρακα κατά την αναπνοή …
4εισπνοή — η 1. η εισαγωγή στους πνεύμονες με την αναπνοή αέρα ή αερίου ή άλλου πτητικού. 2. η διεύρυνση των πνευμόνων και του θώρακα με την αναπνοή: Έχει μεγάλη εισπνοή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5εἰσπνοαῖς — εἰσπνοή inspiration fem dat pl …
6εἰσπνοαί — εἰσπνοή inspiration fem nom/voc pl …
7εἰσπνοῆς — εἰσπνοή inspiration fem gen sg (attic epic ionic) …
8εἰσπνοήν — εἰσπνοή inspiration fem acc sg (attic epic ionic) …
9εἰσπνοῶν — εἰσπνοή inspiration fem gen pl …
10αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …