η δασκάλα

  • 21Ιπέρ, Ιζαμπέλ — (Isabelle Huppert, Παρίσι 1955 –). Γαλλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Απόφοιτος του παρισινού Ωδείου, η Ι. εξελίχθηκε σταδιακά σε μία από τις πιο σημαντικές παρουσίες του θεάτρου και του κινηματογράφου της πατρίδας της, αλλά και …

    Dictionary of Greek

  • 22Κέι, Έλεν Καρολίνα Σοφία — (Ellen Karoline Sofia Key, Γκλαντκάμαρ 1849 – Λίμνη Βατάρ 1926). Σουηδή συγγραφέας. Ήδη από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τα θρησκευτικά, τα λογοτεχνικά και τα πολιτικά ζητήματα, για τα οποία μάλιστα έδωσε διαλέξεις στην… …

    Dictionary of Greek

  • 23Κεχαγιά, Καλλιόπη — (Προύσα 1839 – 1905). Λόγια και παιδαγωγός. Το 1850 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ και στο Αρσάκειο. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Γουόλτερ του Λονδίνου και επέστρεψε στην Αθήνα μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 24Κιουρί, Πιέρ και Μαρί — (Pierre Curie, Παρίσι 1859 – 1906· Marie Curie, Βαρσοβία 1867 – Σανσελέμος, Σαβοΐα 1934). Ζευγάρι Γάλλων επιστημόνων, η φήμη των οποίων συνδέθηκε ιδιαίτερα με την ανακάλυψη του ραδίου και τις θεμελιώδεις μελέτες για τη ραδιενέργεια. Ο Πιερ Κ.… …

    Dictionary of Greek

  • 25Κίροφ-Μαρίινσκι, μπαλέτα — Ρωσικό χορευτικό συγκρότημα, μέλος του Θεάτρου Μαρίινσκι, διάσημο για το κλασικό ρεπερτόριό του και για τους καλλιτέχνες με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Τα μπαλέτα Κ. Μ. έχουν τις ρίζες τους στη σχολή χορού η οποία είχε ιδρυθεί στην Αγία… …

    Dictionary of Greek

  • 26Μιστράλ, Γκαμπριέλα — (Gabriela Mistral, Βικούνια, Χιλή 1889 – Νέα Υόρκη, ΗΠΑ 1957). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Χιλιανής ποιήτριας Λουσίλα Γοδόι Αλκαϊάγκα (Lucila Godoy Alcayaga) το οποίο οφείλεται στον συνδυασμό των ονομάτων των δύο αγαπημένων της λογοτεχνών, του… …

    Dictionary of Greek

  • 27Μουσολίνι, Μπενίτο — (Benitto Mussolini, Ντόβια ντι Πρεντάπιο, Ρομάνια 1883 – Τζουλιάνο ντι Μετσέγκρα, Κόμο 1945). Ιταλός πολιτικός. Από φτωχή αγροτική οικογένεια της Ρομάνιας, ο Μ. έζησε πολύ φτωχικά στα παιδικά του χρόνια. Ο πατέρας του, σιδηρουργός του χωριού,… …

    Dictionary of Greek

  • 28Μυριβήλης, Στράτης — (Σκαμνιά Λέσβου 1892 – Αθήνα 1969). Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλολογία, αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στα νεανικά του χρόνια ήταν θερμός θιασώτης του δημοτικισμού και των δημοκρατικών ιδεών· το 1930 έγινε… …

    Dictionary of Greek

  • 29παιδικό σχέδιο — I Σήμερα θεωρείται ότι το σ. είναι η αυθόρμητη εκδήλωση της φυσικής ανάγκης του παιδιού να εξωτερικεύει, με γραφικές εικόνες, την εσωτερική του ζωή. Είναι λοιπόν το σ. μια γλώσσα και συγχρόνως ένα ασύγκριτο γνωστικό μέσον της σχέσης του παιδιού… …

    Dictionary of Greek

  • 30Περόφσκαγια, Σοφία Λβόβνα — (1853 – 1881). Ρωσίδα επαναστάτρια. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Πετρούπολης. Σπούδασε δασκάλα και παράλληλα τελείωσε ειδικό κύκλο μαθημάτων βοηθών γιατρού. Από νωρίς αναμείχθηκε στο επαναστατικό κίνημα της πατρίδας της. Το 1873… …

    Dictionary of Greek