η δασκάλα
11δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …
12δασκαλίτσα — η η μικρόσωμη ή νεαρή δασκάλα …
13διδάκτρια — διδάκτρια, η (Α) [διδάσκω] δασκάλα («ὦ πόσων κακῶν Εὔα διδάκτρια», Ιωανν. Χρυσ.) …
14διδασκάλισσα — και δασκάλισσα και δασκάλα θηλ. τού διδάσκαλος* …
15κυρά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ασκήτεψε μαζί με τη Μαράνα. Η μνήμη τους τιμάται στις 28 Φεβρουαρίου. * * * και κερά, η (Μ κυρά και κερά) 1. οικοδέσποινα, αφέντρα («τήν έδιωξε η κυρά της») 2. σύζυγος («πάω στην κυρά μου») 3. γιαγιά, μάμμη 4.… …
16κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …
17μαΐστρα — η (Μ μαΐστρα) κοινή ονομασία τής μεγίστης, δηλαδή τής μεγαλύτερης κεραίας ιστιοφόρου και το μεγαλύτερο τετράγωνο ιστίο που συνδέεται με αυτήν μσν. 1. δασκάλα ή τεχνίτρα 2. είδος σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistra] …
18μαθεύτρα — και μαθητεύτρα, η δασκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαθ τού μανθάνω (βλ. λ. μαθαίνω) + κατάλ. (εύ)τρα, αναλογικά με τα ον. που παράγονται από ρ. σε εύω (πρβλ. δουλεύ τρα)] …
19παρθεναγωγός — η παιδαγωγός, δασκάλα θηλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Κ. Μακρή] …
20Δανδουλάκη, Κάτια — (Θεσσαλονίκη 1946 –). Ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και στη δραματική σχολή του Λονδίνου. Σύζυγος του συγγραφέα Μάριου Πλωρίτη, θεωρείται από τις έμπειρες θεατρικές ηθοποιούς,… …