η γνωριμία

  • 11άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… …

    Dictionary of Greek

  • 12άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …

    Dictionary of Greek

  • 13αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …

    Dictionary of Greek

  • 14αποικισμός — Εκπληκτικής σημασίας ιστορική δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε δύο περιόδους στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Η κάθοδος των Δωριέων και των συγγενικών με αυτούς φύλων προκάλεσε πολλές μετακινήσεις στον ελληνικό χώρο. Όσοι από τους παλαιούς… …

    Dictionary of Greek

  • 15γνωριμότητα — η (AM γνωριμότης, Μ και γνωριμότητα) [γνώριμος] η γνωριμία μσν. αναγνώριση …

    Dictionary of Greek

  • 16γνωρισμός — ο (AM γνωρισμός) [γνωρίζω] 1. η γνωριμία 2. η αναγνώριση (αρχ. μσν.) (νομ.) η γνωστοποίηση …

    Dictionary of Greek

  • 17γνώρα — η 1. γνωριμία 2. αναγνώριση 3. σημάδι για αναγνώριση 4. γνώση, εμπειρία 5. σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωρίζω, υποχωρητικός σχηματισμός] …

    Dictionary of Greek

  • 18γνώρισις — γνώρισις, η (AM) (Μ και ἐγνώρισις) [γνωρίζω] η γνώση, το να γνωρίζει κάποιος κάτι μσν. η γνωριμία·|| αρχ. 1. η γνωστοποίηση 2. το να μαθαίνει κανείς κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 19γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …

    Dictionary of Greek

  • 20διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …

    Dictionary of Greek