η βίδα
21Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… …
22βίδωμα — το το σφίξιμο της βίδας, το στερέωμα με βίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
23βιδάκι — το μικρή βίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
24βιδίτσα — η η μικρή βίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
25βιδολόγος — ο το κατσαβίδι: Πρέπει να χρησιμοποιήσεις οπωσδήποτε βιδολόγο για να βιδώσεις βίδα στο ξύλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
26βιδώνω — ωσα, ώθηκα, βιδωμένος 1. περιστρέφοντας μπήγω τη βίδα, για να στερεώσω, να ενώσω, να συναρμολογήσω: Στο παιδικό δωμάτιο, τα έπιπλα είναι βιδωμένα στον τοίχο. 2. μτφ., εμποδίζω, εξουδετερώνω: Βιδώθηκε από τον αντίπαλό του και δεν μπόρεσε να… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
27κατσαβίδι — το (λ. ιταλ.), εργαλείο που χρησιμοποιείται για το βίδωμα ή ξεβίδωμα κοχλιών: Η βίδα αυτή θέλει κατσαβίδι να ξεβιδώσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
28κοχλίας — ο 1. σαλιγκάρι. 2. βίδα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
29ξεβιδώνω — ξεβίδωσα, ξεβιδώθηκα, ξεβιδωμένος 1. αποσυνδέω βγάζοντας τη βίδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον τρελό, κουράζω κάποιον υπερβολικά: Ξεβιδώθηκε με τα παιχνίδια ο μικρός. – Ξεβιδώθηκε από την κούραση. 3. μτχ., ξεβιδωμένος όχι σοβαρός, γελοίος, ξεμωραμένος,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
30ξυλόβιδα — η βίδα για ξύλο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)