η βίδα

  • 11θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …

    Dictionary of Greek

  • 13κοχλιός — και χοχλιός, ο (AM κοχλιός) ο κοχλίας, το σαλιγκάρι αρχ. βίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + κατάλ. ιός (πρβλ. θαλαμ ιός, χαραδρ ιός). Ο τ. χοχλιός < κοχλιός, με προληπτική αφομοίωση] …

    Dictionary of Greek

  • 14λασκάρω — 1. χαλαρώνω 2. χαλαρώνομαι 3. φρ. α) «τού λασκάρησε η βίδα» ή «τού λασκάρησε το μυαλό» τρελάθηκε, τού έστριψε β) «τού λασκάρησα τα λουριά» δεν τόν περιορίζω πια, τόν αφήνω σχετικά ελεύθερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lascare] …

    Dictionary of Greek

  • 15ξεβιδώνω — 1. βγάζω ή λασκάρω τη βίδα, αποκοχλιώνω 2. εξαντλώ με επίπονη σωματική άσκηση 3. τρελαίνω («οι πολλές σκέψεις και οι στενοχώριες τόν ξεβίδωσαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + βιδώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 16ξελασκάρω — 1. μειώνω την ένταση, χαλαρώνω, λασκάρω 2. (σχετικά με σχοινί) ξελύνω, ξεσφίγγω 3. (σχετικά με βίδα) ξεβιδώνω 4. (σχετικά με χορδή) ξεκουρδίζω 5. μτφ. βρίσκω ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ («όταν ξελασκάρω λίγο θα έλθω να σέ δω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.… …

    Dictionary of Greek

  • 17πάσο — το 1. βήμα, δρασκελιά 2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης 4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» τής βίδας, τού κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο») 5. φρ. α) «με το πάσο μου» με την …

    Dictionary of Greek

  • 18στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… …

    Dictionary of Greek

  • 19σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …

    Dictionary of Greek

  • 20Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε …

    Dictionary of Greek