η αυτοπεποίθηση του

  • 1αυτοπεποίθηση — η το να έχει κανείς εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πεποίθηση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self confidence). Η λ., στον λόγιο τ., αυτοπεποίθησις μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά] …

    Dictionary of Greek

  • 2Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …

    Dictionary of Greek

  • 3Χατζιδάκις, Γεώργιος — (Μύρθιο, Κρήτη 1848 – Αθήνα 1941). Έλληνας γλωσσολόγος. Αδελφός του Ιωάννη X., ενώ τελείωσε την εγκύκλια μόρφωση του στα 25 του χρόνια (1873), οι λαμπρές πανεπιστημιακές σπουδές του (1873 77) στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και… …

    Dictionary of Greek

  • 4οικειόπιστος — οἰκειόπιστος, ον (Μ) 1. αυτός που πιστεύει στον εαυτό του, στις δυνάμεις του, που έχει αυτοπεποίθηση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ οἰκειόπιστον η αυτοπεποίθηση («βάρος τῷ ταπεινῷ τὸ οἰκειόπιστον», Ιω. Κλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + πιστός] …

    Dictionary of Greek

  • 5Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 6παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …

    Dictionary of Greek

  • 7πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …

    Dictionary of Greek

  • 8Μαυροκορδάτος, Αλέξανδρος — (Κωνσταντινούπολη 1791 – Αίγινα 1865). Αγωνιστής του 1821, πολιτικός και διακεκριμένος διπλωμάτης. Φοίτησε αρχικά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Πίζα της Ιταλίας. Το 1812 διορίστηκε γραμματέας του θείου του,… …

    Dictionary of Greek

  • 9θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …

    Dictionary of Greek

  • 10Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association …

    Wikipedia