η απάρνηση
1απάρνηση — η (AM ἀπάρνησις, εως) πλήρης άρνηση, αποκήρυξη …
2ἀπαρνήσῃ — ἀπαρνήσηι , ἀπάρνησις denial fem dat sg (epic) ἀπαρνέομαι deny utterly aor subj mp 2nd sg ἀπαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἀ̱παρνήσῃ , ἀπαρνέομαι deny utterly futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπαρνέομαι deny utterly aor subj mp 2nd… …
3ἀπαρνήσηι — ἀπάρνησις denial fem dat sg (epic) ἀπαρνήσῃ , ἀπαρνέομαι deny utterly aor subj mp 2nd sg ἀπαρνήσῃ , ἀπαρνέομαι deny utterly fut ind mp 2nd sg ἀ̱παρνήσῃ , ἀπαρνέομαι deny utterly futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀπαρνήσῃ , ἀπαρνέομαι deny… …
4μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… …
5αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… …
6αποταγή — η (AM ἀποταγή) [αποτάσσω] 1. απάρνηση, αποκήρυξη 2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία 3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα 4.… …
7Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …
8Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …
9Papyrus 69 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 69 …
10αποστασία — Εξέγερση κατά της εξουσίας, ανταρσία, αλλά και αποχώρηση από μια ομάδα και ένταξη σε άλλη. Εγκατάλειψη της ορθοδόξου πίστεως. Συνήθως η α. συνδέεται με ευτελή κίνητρα. * * * η (ΑΜ ἀποστασία) [αποσταίνω] 1. στάση, εξέγερση 2. εκκλ. απάρνηση του… …