η ακύρωση

  • 21απάλειψη — η (Α ἀπάλειψις, εως) εξάλειψη, διαγραφή, ακύρωση …

    Dictionary of Greek

  • 22απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …

    Dictionary of Greek

  • 23απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… …

    Dictionary of Greek

  • 24δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 …

    Dictionary of Greek

  • 25διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 26διγαμία — Η τέλεση δεύτερου γάμου πριν από την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του πρώτου. Ο γάμος αυτός είναι άκυρος, αλλά παράλληλα τιμωρείται και ως ποινικό αδίκημα με φυλάκιση. Η ποινική τιμωρία αφορά τόσο τον έγγαμο όσο και εκείνον που συνάπτει μαζί του νέο …

    Dictionary of Greek

  • 27δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …

    Dictionary of Greek

  • 28δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …

    Dictionary of Greek

  • 29εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …

    Dictionary of Greek

  • 30εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… …

    Dictionary of Greek