η αιχμή
121καρτεραίχμης — καρτεραίχμης, ὁ (Α) κρατεραίχμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + * αίχμης (< αἰχμή)] …
122καρφίδα — η 1. η καρφίτσα* 2. φρ. «καρφίδα ασφαλείας» ή «καρφίδα ασφαλιστική» είδος καρφίτσας τής οποίας η αιχμή εισέρχεται σε ειδική κοιλότητα ώστε να είναι ακίνδυνη, η παραμάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίς < κάρφος + υποκορ. κατάλ. ίς, ίδος, απ όπου ίδα… …
123καταλανικός — ή, ό και καταλάνικος ή κατελάνικος, η, ο (Μ καταλανικός, ή, όν) [Καταλανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καταλωνία ή στους Καταλανούς («καταλανική γλώσσα») νεοελλ. φρ. «καταλανικό εγχειρίδιο» μικρό αμφίστομο μαχαίρι με οξύτατη αιχμή …
124καταστομώ — καταστομῶ, όω (Μ) 1. οξύνω την κόψη, κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό 2. παθ. καταστομοῡμαι, όομαι αποκτώ οξεία ακμή ή αιχμή, γίνομαι κοφτερός, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στομῶ «ακονίζω»] …
125κεντρωτός — ή, ό (Α κεντρωτός, ή, όν) [κεντρώ] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών μεμβρανιδών αρχ. αυτός που έχει κεντρί ή αιχμή, που είναι οπλισμένος με κεντρί, ο κεντροφόρος 2. (για παπούτσια και σανίδες) αυτός που… …
126κοντάρι — το (ΑM κοντάριον, Μ και κοντάριν) επίμηκες σκληρό ξύλο σαν δόρυ, με αιχμή στη μία του άκρη, που χρησιμοποιούνταν ως επιθετικό όπλο («στη σέλλα σάζουν το κορμί, στη χέρα το κοντάρι», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. καμάκι αλιευτικό 2. κάθε επιμήκης ράβδος… …
127κονταρομαχία — Είδος αγωνίσματος μεταξύ ευγενών και ιπποτών, που διεξαγόταν κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι αντίπαλοι αγωνίζονταν έφιπποι, οπλισμένοι με δόρατα δίχως σιδερένια αιχμή. Για να αναδειχθεί κάποιος νικητής έπρεπε να ρίξει τον αντίπαλό του από… …
128κουσπί(ο)ν — κουσπί(ο)ν, τὸ (Μ) μικρός πάσσαλος, ειδικά τής στρατιωτικής σκηνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuspis «αιχμή, ακίδα» + υποκορ. κατάλ. ιον] …