η αιχμή
101γλώσσημα — το (AM γλώσσημα) [γλώσσα] 1. λέξη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον 2. ερμήνευμα μιας τέτοιας λέξης νεοελλ. μονάδα γλωσσικής εκφράσεως για τη δήλωση μιας έννοιας μσν. γλώσσα, όργανο τού στόματος αρχ. αιχμή βέλους …
102γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …
103δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …
104δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …
105διβολία — η (ΑΝ) [δίβολος] αρχ. 1. δίβολος χλαίνα 2. δίστομη λόγχη 3. είδος όπλου που χρησιμοποιούσαν οι Κίμβροι δόρυ όπου προσάρμοζαν αιχμή που απόληγε σε οξύ άκρο νεοελλ. μικρό έντομο …
106δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… …
107δολίχαυλος — δολίχαυλος, ον (Α) (για λόγχη ή αιχμή δόρατος) αυτός που έχει μακρύ αυλό, σωλήνα όπου έμπηγαν το ξύλο …
108δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό …
109εκκοπέας — ο (Α ἐκκοπεύς) νεοελλ. χαλύβδινο εργαλείο με αυλακωτή αιχμή για να αυλακώνουν ή να εκκόπτουν, σκαρπέλο αρχ. ισχυρό και οξύ λειτουργικό εργαλείο …
110ενόπλιος — ἐνόπλιος, ον (AM) [ένοπλος] 1. ο ασχολούμενος ή αναφερόμενος στα όπλα («ἐνόπλιος ἐπιστήμη», Δίον. Αλ.) 2. ένοπλος, που διεξάγεται με όπλα (α. «ἐνόπλια παίζειν», Πίνδ. β. «πυρρίχη, ἡ ἐνόπλιος ὄρχησις», Ευστ.) αρχ. 1. μετρικός χρόνος που… …