η αιμορραγία
1αἱμορραγία — αἱμορραγίᾱ , αἱμορραγία haemorrhage fem nom/voc/acc dual αἱμορραγίᾱ , αἱμορραγία haemorrhage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αἱμορραγίᾳ — αἱμορραγίᾱͅ , αἱμορραγία haemorrhage fem dat sg (attic doric aeolic) …
3αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …
4αιμορραγία — η (ιατρ.), το χύσιμο αίματος εξαιτίας διάρρηξης αγγείων του σώματος: Από το χτύπημα έπαθε εσωτερική αιμορραγία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5αἱμορραγίας — αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem acc pl αἱμορραγίᾱς , αἱμορραγία haemorrhage fem gen sg (attic doric aeolic) …
6αἱμορραγίαι — αἱμορραγίᾱͅ , αἱμορραγία haemorrhage fem dat sg (attic doric aeolic) …
7αἱμορραγίαν — αἱμορραγίᾱν , αἱμορραγία haemorrhage fem acc sg (attic doric aeolic) …
8αἱμορραγιέων — αἱμορραγία haemorrhage fem gen pl (epic ionic) …
9αἱμορραγιῶν — αἱμορραγία haemorrhage fem gen pl …
10αἱμορραγίαις — αἱμορραγία haemorrhage fem dat pl …