η αδιαφορία
81παραδιάζευξη — η [παραδιαζεύγνυμι] γραμμ. διαζευκτική σύνδεση περισσότερων από δύο προτάσεων ή όρων που ανήκουν στην ίδια πρόταση, σχήμα το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλωθεί αδιαφορία σχετικά με την εκλογή και εκφέρεται με τους συνδέσμους ἤ ἤ, εἴτε εἴτε,… …
82παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …
83παρηκουσμένως — Α επίρρ. με αμέλεια, με αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρηκουσμένος τού παρακούω] …
84πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …
85πατρολάθησις — ήσεως, ή, Α αδιαφορία τού παιδιού για τον πατέρα, η παραμέληση, το παραπέταμα τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + θ. λαθ τού λανθάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαθ ον + κατάλ. ησις] …
86περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …
87ποδοκυλώ — άω, Ν 1. σπρώχνω ή κλοτσώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια και τόν κάνω να κυλίσει («κρατεί τα δυο κεφάλια... τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει», Βαλαωρ.) 2. αφήνω κάτι να σέρνεται στο χώμα και να λερώνεται («τό ποδοκύλησες το παλτό σου») 3.… …
88ποδοκύλημα — το, Ν [ποδοκυλώ] 1. το να κυλάει κάποιος κάτι ή κάποιον στο έδαφος με κλοτσιές 2. η πρόκληση ζημιάς ή λερώματος από αδιαφορία 3. μτφ. η ηθική μείωση …
89πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] …
90ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… …