η αδιαφορία

  • 71μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …

    Dictionary of Greek

  • 72μεθημοσύνη — μεθημοσύνη, ἡ (Α) [μεθήμων] υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 73νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …

    Dictionary of Greek

  • 74ολίγωρος — η, ο (ΑΜ ὀλίγωρος, ον) αυτός που δείχνει αδιαφορία, αυτός που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, αμελής («οὐδεὶς οὔτε γέρων οὔτε ὀλίγωρος οὕτως ἐστίν, ὅστις οὑχὶ βοηθήσειεν ἄν», Δημοσθ.) μσν. αρχ. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που καταφρονεί,… …

    Dictionary of Greek

  • 75ολιγογνώμων — ὀλιγογνώμων, ον (Α) 1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής 2. ανόητος, αφελής, μικρόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυ γνώμων] …

    Dictionary of Greek

  • 76ολιγωρία — η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) [ολίγωρος] αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.) αρχ. περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως»,… …

    Dictionary of Greek

  • 77ολιγώρησις — ὀλιγώρησις, ἡ (Α) [ολιγωρώ] αδιαφορία, παραμέληση …

    Dictionary of Greek

  • 78οχαδερφικός — ή, ό αυτός που χαρακτηρίζεται από οχαδερφισμό, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής», από τη φρ. «οχ αδερφέ», που εκφράζει βαριεστημάρα και αδιαφορία] …

    Dictionary of Greek

  • 79οχαδερφισμός — ο 1. αδιαφορία, έλλειψη ενδιαφέροντος 2. οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «οχ αδερφέ» + ισμός* (βλ. λ. οχαδερφικός)] …

    Dictionary of Greek

  • 80παράβλεψη — η / παράβλεψις, έψεως, ΝΜΑ [παραβλέπω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβλέπω νεοελλ. εκούσια παραμέληση, αδιαφορία αρχ. 1. το να κοιτάζει κανείς κάτι με κρυφό ή πλάγιο τρόπο, λοξοκοίταγμα 2. περιφρόνηση, καταφρόνηση …

    Dictionary of Greek