η αδιαφορία

  • 61εξαδιαφόρησις — ἐξαδιαφόρησις, η (Α) [εξαδιαφορώ] πλήρης αδιαφορία …

    Dictionary of Greek

  • 62εξαμελώ — ἐξαμελῶ, έω (Α) [αμελώ] παραμελώ εντελώς, δείχνω πλήρη αδιαφορία …

    Dictionary of Greek

  • 63επισεσυρμένως — ἐπισεσυρμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού επισύρω*) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία …

    Dictionary of Greek

  • 64ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων …

    Dictionary of Greek

  • 65κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 66κοινούρωση — Σπάνια πάθηση οικιακών ζώων, που προκαλείται από το νυμφικό στάδιο του κεστώδους παρασίτου Taenia multiceps, γνωστού και ως κοίνουρος. Το παράσιτο αυτό προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα και τα μάτια του ξενιστή του, προκαλώντας ένα εύρος… …

    Dictionary of Greek

  • 67κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 68κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα …

    Dictionary of Greek

  • 69κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… …

    Dictionary of Greek

  • 70μακαριότητα — η (AM μακαριότης, ητος) [μακάριος] ευδαιμονία, ευτυχία («καὶ τὸ δὴ τέλος ἁπάσης μακαριότητος εἶναι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. πνευματική ή ψυχική γαλήνη, αταραξία 2. πνευματική νωθρότητα, αμεριμνησία, αδιαφορία 3. φρ. «η Αυτού Μακαριότητα» τιμητικός… …

    Dictionary of Greek