η αδιαφορία

  • 51βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …

    Dictionary of Greek

  • 52βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …

    Dictionary of Greek

  • 53βρομώ — (I) ( άω) (Μ βρομῶ, έω Α βρωμῶ ( έω)) [βρόμος (II), βρώμος (II)] μυρίζω άσχημα, αποπνέω δυσοσμία μσν. νεοελλ. 1. γίνομαι αηδιαστικός 2. προκαλώ αηδία σε κάποιον 3. μεταδίδω δυσοσμία σε κάποιον νεοελλ. 1. σαπίζω, αλλοιώνομαι 2. φρ. α) «το ένα τού… …

    Dictionary of Greek

  • 54βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… …

    Dictionary of Greek

  • 55γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …

    Dictionary of Greek

  • 56διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 57εγκληματικός — ή, ό (AM ἐγκληματικός, ή, ό) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγκλημα νεοελλ. αυτός που μπορεί να χαρακτηριστεί ως έγκλημα («εγκληματική αδιαφορία») μσν. 1. ως επίθ. ποινικός 2. ως ουσ. εγκληματίας αρχ. αυτός που έχει κλίση προς την κατηγορία,… …

    Dictionary of Greek

  • 58εκμέλεια — ἐκμέλεια, η (Α) 1. παραφωνία, κακοφωνία 2. αρρυθμία, δυσαρμονία 3. αδιαφορία, αμέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 59ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… …

    Dictionary of Greek

  • 60εναδιαφορώ — ἐναδιαφορῶ ( έω) (Α) αδιαφορώ, είμαι αδιάφορος, τηρώ αδιαφορία για κάτι («μηδὲ ἐναδιαφορῶν τοῑς ἀλλοτρίοις ἀλγήμασιν», Μ. Βασ.) …

    Dictionary of Greek