η αδιαφορία

  • 41ανευλάβεια — η (AM ἀνευλάβεια) η έλλειψη ευλάβειας, η ασέβεια, η αδιαφορία για το θέλημα του Θεού …

    Dictionary of Greek

  • 42απορραθυμώ — ἀπορραθυμῶ ( έω) (AM) μσν. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου αρχ. παραμελώ κάτι από αδιαφορία …

    Dictionary of Greek

  • 43αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …

    Dictionary of Greek

  • 44από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 45απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α …

    Dictionary of Greek

  • 46ασπούδαστος — η, ο (Α ἀσπούδαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος 2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα αρχ. 1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο 2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 47ασυνειδησία — η (Α ἀσυνειδησία) προσωρινή ή διαρκής απώλεια της συνείδησης νεοελλ. 1. έλλειψη ευσυνειδησίας, αδιαφορία για ηθικές ή νομικές υποχρεώσεις 2. ενέργεια ασυνείδητη, κακοήθης πράξη …

    Dictionary of Greek

  • 48αφυλαξία — (I) ἀφυλαξία, η (Α) [αφύλακτος] 1. αμέλεια ως προς τη φύλαξη 2. αμέλεια, αδιαφορία 3. έλλειψη ή απουσία φυλάκων, φρουρών. (II) η η αναφυλαξία* …

    Dictionary of Greek

  • 49αψήφιστος — η, ο (Α ἀψήφιστος, ον) [ψηφίζω] νεοελλ. Ι. 1. ασήμαντος, ανάξιος προσοχής 2. ταπεινός, άσημος 3. περιφρονημένος 4. απρεπής, ανάρμοστος 5. αυτός που δεν έχει ψηφιστεί II. επίρρ. αψήφιστα 1. με αδιαφορία και περιφρόνηση 2. ασυλλόγιστα αρχ. εκείνος… …

    Dictionary of Greek

  • 50αψηφισιά — η [αψήφιστος] αδιαφορία, περιφρόνηση …

    Dictionary of Greek