η αδιαφορία
31ακήδεια — ἀκήδεια, η (AM) [ἀκηδής] αμέλεια, αδιαφορία αρχ. στον πληθ. αἰ ἀκήδειαι φόβος, αγωνία …
32ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …
33ακηδιασμός — ἀκηδιασμός, ο (Α) [ἀκηδιῶ] 1. αμέλεια, αδιαφορία 2. εξάντληση, εξασθένηση …
34ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… …
35αλογία — η (Α ἀλογία) [ἄλογο] έλλειψη λογικής, παραλογισμός αρχ. 1. έλλειψη σεβασμού, εκτιμήσεως ή φροντίδας, αδιαφορία 2. σύγχυση, αταξία, αμηχανία 3. δισταγμός, αμφιβολία, αναποφασιστικότητα 4. σιωπή, βουβαμάρα 5. φρ. «ἐν ἀλογία ἔχω ἢ ποιοῡμαι τι», δεν… …
36αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… …
37αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… …
38αναμελιά — και ανεμελιά, η [ανάμελος] αμέλεια, αδιαφορία, αφροντισιά, ατημελησία, ξενοιασιά …
39ανεξίθρησκος — η, ο αυτός που αντιμετωπίζει με ανεκτικότητα ή αδιαφορία τη θρησκευτική πίστη των άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξι (< μέλλ. ανέξομαι τού ανέχομαι) + θρήσκος, πιθ. κατά το ανεξίκακος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Φιλικό Νικόλαο Σπηλιάδη] …
40ανεπιμελησία — ἀνεπιμελησία, η (Μ) η έλλειψη φροντίδας, η αδιαφορία …