η αγελάδα
1Ἀγελάδα — Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀγελάδᾱ , Ἀγελάδης masc gen sg (doric aeolic) …
2αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …
3Ἀγελάδαν — Ἀγελάδᾱν , Ἀγελάδης masc acc sg (epic doric aeolic) …
4βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …
5-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …
6αγελαδάρα — η μεγάλη ή ευτραφής αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + μεγεθ. κατάληξη άρα] …
7αγελαδήσιος — και γελαδήσιος ια, ιο [αγελάδα] ο σχετικός με την αγελάδα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν, αγελαδινός …
8αγελαδίτσα — και γελαδίτσα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδάκι …
9αγελαδούλα — και γελαδούλα, η [αγελάδα] μικρή αγελάδα, αγελαδίτσα …
10αγελιά — η αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιὰ < αρχ. επίθ. ἀγελαῖος. Από το «ἀγελαία βοῦς» (= αγελάδα που ανήκει στην αγέλη) αποχωρίστηκε το ἀγελαία και έγινε ουσιαστικό κατά παράλειψη τού βοῦς. ΠΑΡ. αγελίδι] …