η έρημος

  • 51ερημόπολις — (I) ἐρημόπολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει στερηθεί την πόλη του, αυτός που έχασε την πατρίδα του («ἐρημόπολις μάτηρ», Ευρ.) (πρβλ. άπολις). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πόλις]. (II) ἐρημόπολις, ἡ (Μ) έρημη, κατεστραμμένη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < …

    Dictionary of Greek

  • 52ερημότοπος — ο (Μ ἐρημότοπος) έρημος, ακατοίκητος τόπος, εγκαταλελειμμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + τόπος] …

    Dictionary of Greek

  • 53ερμοπλανιέμαι — περιπλανιέμαι έρημος, μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + πλανιέμαι] …

    Dictionary of Greek

  • 54ολέρημος — ὁλέρημος, ον (Α) ο εντελώς έρημος («ὁλέρημος κώμη», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ἔρημος] …

    Dictionary of Greek

  • 55παντέρημος — και παντέρμος, η, ο / παντέρημος, ον, ΝΜ 1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος 2. τελείως μόνος, ολομόναχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἔρημος] …

    Dictionary of Greek

  • 56ρημοσκότεινος — η, ο, Ν 1. ο έρημος και σκοτεινός 2. μτφ. άθλιος, μίζερος, δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρημος + σκότεινος] …

    Dictionary of Greek

  • 57υπέρημος — ον, Α αυτός που φαίνεται έρημος, εγκαταλελειμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔρημος] …

    Dictionary of Greek

  • 58χήρος — (I) ήρα, ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ. β. «χήρα εὐνή», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»]. (II) ο / χῆρος, ΝΜΑ άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και… …

    Dictionary of Greek

  • 59Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …

    Dictionary of Greek

  • 60Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …

    Dictionary of Greek