η έρημος

  • 41Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …

    Dictionary of Greek

  • 42ἐρήμων — ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate fem gen pl ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen pl ἐρή̱μων , ἐρῆμος desolate masc/fem/neut gen pl (attic) ἐρημόω strip bare imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐρημόω strip bare imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 43Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …

    Dictionary of Greek

  • 44έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …

    Dictionary of Greek

  • 45απέρημος — ἀπέρημος, ον (επιτατ. τύπος του έρημος) (Μ) (για τόπους) έρημος …

    Dictionary of Greek

  • 46ερημίζω — ἐρημίζω (Μ) [έρημος] 1. (μτβ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά 2. (αμτβ.) (για σπίτι) γίνομαι έρημος, ερημώνομαι …

    Dictionary of Greek

  • 47ερημικός — ή, ό (AM ἐρημικός, ή, όν) [έρημος] 1. αυτός που ανήκει, που αναφέρεται στην ερημιά, απάτητος, έρημος, απόκεντρος, ασύχναστος 2. αυτός που ζει στην ερημιά, εκεί που δεν συχνάζει άνθρωπος, αυτός που βρίσκεται στην έρημο, μονήρης, μοναχικός,… …

    Dictionary of Greek

  • 48ερημοζώ — και ερμοζώ ζω έρημος, εγκαταλελειμμένος, ζω ως καλόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερ(η)μο (< έρημος*) + ζω] …

    Dictionary of Greek

  • 49ερημονόμος — ἐρημονόμος, ον και έρημόνομος, ον (Α) 1. αυτός που συχνάζει στην έρημο («ἐρημονόμοι θεαί») 2. έρημος, ακατοίκητος («ἐρημονόμος λόχμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + νομός (< νέμω) πρβλ. ορειο νόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 50ερημοχάρακον — ἐρημοχάρακον, τὸ (Μ) έρημος βράχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + χαράκι] …

    Dictionary of Greek