η έρημος

  • 21ἐρημοτάτων — ἐρη̱μοτάτων , ἐρῆμος desolate fem gen superl pl ἐρη̱μοτάτων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen superl pl ἐρη̱μοτάτων , ἐρῆμος desolate fem gen superl pl (attic) ἐρη̱μοτάτων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen superl pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22ἐρημοτέρα — ἐρη̱μοτέρᾱ , ἐρῆμος desolate fem nom/voc/acc comp dual ἐρη̱μοτέρᾱ , ἐρῆμος desolate fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἐρη̱μοτέρᾱ , ἐρῆμος desolate fem nom/voc/acc comp dual (attic) ἐρη̱μοτέρᾱ , ἐρῆμος desolate fem nom/voc comp sg… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23ἐρημοτέρας — ἐρη̱μοτέρᾱς , ἐρῆμος desolate fem acc comp pl ἐρη̱μοτέρᾱς , ἐρῆμος desolate fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἐρη̱μοτέρᾱς , ἐρῆμος desolate fem acc comp pl (attic) ἐρη̱μοτέρᾱς , ἐρῆμος desolate fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 24ἐρημοτέρων — ἐρη̱μοτέρων , ἐρῆμος desolate fem gen comp pl ἐρη̱μοτέρων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen comp pl ἐρη̱μοτέρων , ἐρῆμος desolate fem gen comp pl (attic) ἐρη̱μοτέρων , ἐρῆμος desolate masc/neut gen comp pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 25ἐρημότατα — ἐρη̱μότατα , ἐρῆμος desolate adverbial superl ἐρη̱μότατα , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc superl pl ἐρη̱μότατα , ἐρῆμος desolate adverbial superl (attic) ἐρη̱μότατα , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc superl pl (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 26ἐρημότατον — ἐρη̱μότατον , ἐρῆμος desolate masc acc superl sg ἐρη̱μότατον , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc superl sg ἐρη̱μότατον , ἐρῆμος desolate masc acc superl sg (attic) ἐρη̱μότατον , ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc superl sg (attic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 27ἐρήμω — ἐρή̱μω , ἐρῆμος desolate masc/neut nom/voc/acc dual ἐρή̱μω , ἐρῆμος desolate masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐρή̱μω , ἐρῆμος desolate masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic) ἐρή̱μω , ἐρῆμος desolate masc/fem/neut gen sg (attic doric aeolic) ἐρημόω …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 28ερημάζω — (AM ἐρημάζω) [έρημος] μσν. νεοελλ. ρημάζω, λεηλατώ, καταστρέφω μσν. 1. σκοτώνω, εξοντώνω 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. καταστρέφομαι, ρημάζω 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ρημασμένος, η, ο έρημος, στερημένος αρχ. αφήνομαι, ζω μόνος και… …

    Dictionary of Greek

  • 29ερημάς — ἐρημάς, άδος, ἡ (Α) ανώμαλο θηλ. τού επιθ. ερήμος, έρημος 1. έρημη, μοναχική 2. (με γεν.) στερημένη από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερήμος + ας, αδος (πρβλ. εβδομάς < έβδομος)] …

    Dictionary of Greek

  • 30ερημαίος — ἐρημαῑος, η, ον, ποιητ. τ. τού ἐρῆμος (AM) [έρημος] 1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.) 2. εγκαταλελειμμένος 3. στερημένος από κάτι 4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα τής ερημιάς, τής μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ»,… …

    Dictionary of Greek