η άρθρωση
71διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με …
72διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους …
73δυσαρθρία — η δυσκολία στην άρθρωση τών συλλαβών τών λέξεων, είδος τραυλισμού …
74δυσλαλία — η ιατρ. δυσκολία στην άρθρωση τών λέξεων, τραύλισμα …
75εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …
76εκφωνητής — Πρόσωπο που διαβάζει στο μικρόφωνο ειδήσεις και διάφορα ανακοινωθέντα. Ο όρος ε. εμφανίστηκε με την άνοδο της ραδιοφωνίας, αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τη λέξη σπίκερ (speaker), η οποία στην αγγλική γλώσσα σημαίνει τον πρόεδρο …
77ενάρθρωση — η (AM ἐνάρθρωσις) (ανατομ.) είδος διαρθρώσεως κατά την οποία η κεφαλή τού οστού εισέρχεται κατά το ήμισυ και περισσότερο στην κοίλη αρθρική επιφάνεια τού άλλου οστού, όπως π.χ. η άρθρωση στο ισχίον …
78ενδαρθρικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε άρθρωση 2. φρ. «ενδαρθρική επέμβαση» επέμβαση που γίνεται στο εσωτερικό μιας άρθρωσης …
79εξάρθρωμα — το (Α ἐξάρθρωμα) [εξαρθρώ] μετατόπιση οστών που συνδέονται με άρθρωση, το βγάλσιμο από την κλείδωση …
80εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») …