η άρθρωση

  • 61γληνιαίος — α, ο [γλήνη] ο σχετικός με τη γλήνη, την αβαθή κοιλότητα σε άρθρωση οστών …

    Dictionary of Greek

  • 62γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… …

    Dictionary of Greek

  • 63γόμφος — ο (AM γόμφος) 1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί 2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης νεοελλ. καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο* αρχ. σφήνα, πάσσαλος… …

    Dictionary of Greek

  • 64γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου …

    Dictionary of Greek

  • 65δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… …

    Dictionary of Greek

  • 66δελτακισμός — ο ιατρ. διαταραχή τής προφοράς ως προς την άρθρωση τού φθόγγου δ …

    Dictionary of Greek

  • 67δεσμώ — (I) (AM δεσμῶ, έω) [δεσμός] φρ. «τὸ δεσμεῑν τε καὶ λύειν» το δικαίωμα τών αποστόλων και τών διαδόχων τους να χορηγούν άφεση αμαρτιών νεοελλ. φρ. «αυτός έχει το δεσμείν και λύειν» εισακούεται ανεπιφύλακτα από κάποιον ανώτερο του αρχ. μσν. δένω… …

    Dictionary of Greek

  • 68διάρθριος — α, ο αυτός που διέρχεται από μία άρθρωση («διάρθριος χόνδρος») …

    Dictionary of Greek

  • 69διάστρεμμα — το (AM διάστρεμμα) [διαστρέφω] βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι») μσν. διαφωνία || αρχ. μσν. διαστρεβλωμένο πρόβλημα ή ζήτημα («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 70διαλεκτικός — ή, ό (AM διαλεκτικός, ή, όν) [διάλεκτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαλεκτική 2. ο έμπειρος, ο ικανός στη διαλεκτική, ο επιδέξιος συνομιλητής 3. αυτός που ακολουθεί στη φιλοσοφία τη διαλεκτική μέθοδο, ο οπαδός τής διαλεκτικής 4. αυτός… …

    Dictionary of Greek