η άρθρωση

  • 41Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 42γίγκλυμος — Η κλείδωση, η άρθρωση που επιτρέπει κίνηση περιστροφική. Γ. ονομάζονται και οι μεταλλικές αρθρώσεις με τις οποίες συνδέονται τα παραθυρόφυλλα με τις βάσεις τους. Στην ανατομία, ο όρος αναφέρεται στην άρθρωση εκείνη που επιτρέπει την κίνηση μόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 43κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …

    Dictionary of Greek

  • 44πρόθεση ή προσθετική — Κάθε συσκευή που τείνει να αντικαταστήσει ένα όργανο ή ένα μέρος του σώματος που λείπει, εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή άλλων παθολογικών αιτίων, όπως π.χ. στον οδοντιατρικό, οφθαλμολογικό, καρδιολογικό τομέα. Με ευρύτερη έννοια μπορούν να… …

    Dictionary of Greek

  • 45Σκλιφοσόφσκι, Νικολάι Βασίλιεβιτς — Ρώσος χειρούργος (1836 1904). Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Διατέλεσε διαδοχικά καθηγητής του πανεπιστήμιου του Κίεβου, της Ιατροχειρουργικής Ακαδημίας Πετρούπολης, καθηγητής και κοσμήτορας του ιατρικού κλάδου του πανεπιστήμιου… …

    Dictionary of Greek

  • 46άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …

    Dictionary of Greek

  • 47άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …

    Dictionary of Greek

  • 48άρμοση — η (AM ἅρμοσις) νεοελλ. η άρθρωση των οστών μσν. το σημείο συναρμολόγησης αντικειμένων αρχ. το χόρδισμα μουσικού οργάνου …

    Dictionary of Greek

  • 49ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …

    Dictionary of Greek

  • 50ανάπτυξη — Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παρουσιάζουν συνεχείς μεταβολές τόσο στη μορφή όσο και στη λειτουργία. Έτσι, ένας πολυκύτταρος οργανισμός αρχίζοντας την α. του από ένα κύτταρο (το γονιμοποιημένο ωάριο ή ζυγώτη) μεγαλώνει, ωριμάζει, λειτουργεί… …

    Dictionary of Greek