η άρθρωση

  • 31συνάρθρωση — η / συνάρθρωσις, ώσεως, ΝΑ [συναρθρῶ / ώνω] νεοελλ. 1. η αρμονική σύνδεση τών επιμέρους τμημάτων ενός αντικειμένου σε ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολόγηση, συναρμογή 2. ανατ. γενική ονομασία τών αρθρώσεων μέσα στις οποίες δεν υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 32συναρθρώνω — συναρθρῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζω αρχ. 1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο 2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, όομαι α) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω …

    Dictionary of Greek

  • 33ταρσομετατάρσιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταρσό τού ποδιού και στο μετατάρσιο ταυτόχρονα 2. φρ. «ταρσομετατάρσια άρθρωση» ανατ. η άρθρωση μεταξύ τών οστών τού πρόσθιου στοίχου τού ταρσού και τών πέντε μεταταρσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 34τροχιλιοειδής — ές, Ν φρ. «τροχιλιοειδής [ή εφιπποειδής] διάρθρωση» ανατ. άρθρωση κατά την οποία οι δύο συναπτόμενες επιφάνειες εμφανίζουν σχήμα εφιππίου, σέλας, και η οποία επιτρέπει την εκτέλεση κινήσεων γύρω από δύο άξονες, όπως είναι λ.χ. η καρπομετακάρπια… …

    Dictionary of Greek

  • 35χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …

    Dictionary of Greek

  • 36χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …

    Dictionary of Greek

  • 37χοπάρτειος — α, ο, Ν φρ. «χοπάρτεια άρθρωση» ανατ. η εγκάρσια διάρθωση τού ταρσού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Choparťs (joint), από το όν. τού Γάλλου χειρουργού F. Chopart + joint «άρθρωση»] …

    Dictionary of Greek

  • 38ψευδάρθρωση — η, Ν ιατρ. συμπτωματική ένωση τών δύο άκρων ενός κατάγματος, με εμφάνιση στοιχείων που θυμίζουν άρθρωση και κάνουν αδύνατη την οριστική πώρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pseudarthrose (< ψευδ[ο] * + άρθρωση)] …

    Dictionary of Greek

  • 39ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 40ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …

    Dictionary of Greek