η άρθρωση

  • 21δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 22διάρθρωση — η (AM διάρθρωσις, εως) 1. η συναρμογή τών μελών τού σώματος 2. κλείδωση, άρθρωση τού σώματος 3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά νεοελλ. 1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου 2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία αρχ. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 23κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] …

    Dictionary of Greek

  • 24κροταφογναθικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στον κρόταφο και στη γνάθο («κροταφογναθική άρθρωση» η άρθρωση που συνδέει τον κόνδυλο τής κάτω γνάθου με την κροταφική γλήνη τού κροταφικού οστού). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + γναθικός. Απόδοση στην… …

    Dictionary of Greek

  • 25μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… …

    Dictionary of Greek

  • 26νεάρθρωση — και νεοάρθρωση, η ιατρ. νέα άρθρωση, η οποία σχηματίζεται μετά από την αποτυχία διόρθωσης βλάβης άρθρου που έχει υποστεί αγκύλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nearthrose (< νε(ο) * + άρθρωση)] …

    Dictionary of Greek

  • 27οσφυοϊερός — ά, ό ανατ. αυτός που έχει σχέση με το ιερό οστό και τον τελευταίο οσφυϊκό σπόνδυλο (α. «οσφυοϊερά άρθρωση» η άρθρωση μεταξύ τού πέμπτου οσφυϊκού σπονδύλου και τής άνω επιφάνειας τού ιερού οστού β. «οσφυοϊερό πλέγμα» νευρικό πλέγμα που… …

    Dictionary of Greek

  • 28περιαρθρικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται γύρω από άρθρωση ή αυτός που αναφέρεται στα μέρη που βρίσκονται γύρω από άρθρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + άρθρο «κλείδωση» + κατάλ. ικος] …

    Dictionary of Greek

  • 29ποδοκνημικός — ή, ό, Ν φρ. «ποδοκνημική άρθρωση» ανατ. η άρθρωση μεταξύ κνήμης και περόνης, με την οποία γίνονται οι κινήσεις κάμψεως εκτάσεως τού άκρου ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + κνήμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …

    Dictionary of Greek

  • 30στερνοκλειδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στέρνο και στην κλείδα συγχρόνως 2. φρ. «στερνοκλειδική άρθρωση» ανατ. άρθρωση μεταξύ τού έσω άκρου τής κλείδας και τής λαβής τού στέρνου …

    Dictionary of Greek