η άρθρωση

  • 121ρυθμικός — ή, ό / ῥυθμικός, ή, όν, ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον ρυθμό 2. αυτός που διατάσσεται, διατυπώνεται ή εκτελείται με ρυθμικότητα, κανονικότητα ή συμμετρία, έρρυθμος (α. «ρυθμική κίνηση» β. «ρυθμική μελωδία» «ῥυθμική… …

    Dictionary of Greek

  • 122σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …

    Dictionary of Greek

  • 123σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… …

    Dictionary of Greek

  • 124σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να …

    Dictionary of Greek

  • 125συγκαμπή — ἡ, Α [συγκάμπτω] 1. σύγκαμψις* 2. άρθρωση, κλείδωση, αρμός («τὰς τῶν ἄρθρων συγκαμπάς», Πολυδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 126συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 …

    Dictionary of Greek

  • 127συνδιαρθρώ — όω, ΜΑ εκφράζω κάτι ευκρινώς ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* + διαρθρῶ «αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση»] …

    Dictionary of Greek

  • 128τρικόνδυλος — η, ο / τρικόνδυλος, ον, ΝΜ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τρικόνδυλος γένος κολεόπτερων εντόμων μσν. αυτός που έχει τρεις κονδύλους («τρικόνδυλοι δάκτυλοι, τριφάλαγγοι γὰρ εἰσιν ἢ τρικόνδυλοι ἢ τρισκύταλοι λέγονται γὰρ κατ ἀμφότερα», Μελέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek