η άρθρωση

  • 111περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… …

    Dictionary of Greek

  • 112πλευροβράγχιο — το, Ν βράγχιο στερεωμένο στο τοίχωμα τού σώματος τών καρκινοειδών, κάτω από την άρθρωση ενός θωρακικού εξαρτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleurobrancie < πλευρά + βράγχιο] …

    Dictionary of Greek

  • 113ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… …

    Dictionary of Greek

  • 114ποδαράκι — το, Ν [ποδάρι] 1. μικρό πόδι 2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι 3. πληθ. τα ποδαράκια πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα …

    Dictionary of Greek

  • 115πολύαρθρος — η, ο / πολύαρθρος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρθρος (< ἄρθρον «άρθρωση»), πρβλ. έξ αρθρος] …

    Dictionary of Greek

  • 116προσωδία — Το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων των σχετικών με τον τόνο και την ποσότητα (βραχύτητα ή μακρότητα) των συλλαβών. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στη μετρική. Αντίθετα, στη σύγχρονη γλωσσολογία, με τον όρο π. εννοούμε το σύνολο των φωνητικών… …

    Dictionary of Greek

  • 117προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …

    Dictionary of Greek

  • 118πτερνοποδία — η, Ν ιατρ. παραμόρφωση τού άκρου ποδιού που συνίσταται στη ραχιαία κάμψη του στην αστραγαλοκνημική άρθρωση, έτσι που το βάρος τού σώματος πέφτει όλο στη φτέρνα και το βάδισμα είναι βαρύ και ασταθές …

    Dictionary of Greek

  • 119ραιβός — ή, ό/ ῥαιβός, ή, όν, ΝΜΑ 1. καμπύλος, κυρτός 2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία νεοελλ. ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή τού σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.… …

    Dictionary of Greek

  • 120ριζοδάκτυλος — ὁ, Α άρθρωση δακτύλου («τοῡ δακτύλου ὁ πρῶτος κόνδυλος λέγεται προκόνδυλος καὶ ῥιζοδάκτυλος», Ωρίων). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + δάκτυλος] …

    Dictionary of Greek