η άρδευση
121αρδευτικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην άρδευση, στο πότισμα: Στη χώρα μας γίνονται πολλά αρδευτικά έργα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
121αρδευτικός, -ή — ό αυτός που συντελεί στην άρδευση, στο πότισμα: Στη χώρα μας γίνονται πολλά αρδευτικά έργα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)