ηὶς μοῖρα

  • 1σκολοπηΐς — ίδος, ἡ, Α (κυρίως στη φρ.) «σκολοπηΐς μοῑρα» θάνατος με ανασκολοπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλοψ, οπος «πάσσαλος, παλούκι» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ζεφυρ ηΐς)] …

    Dictionary of Greek