ηως
1Ἠώς — fem nom sg …
2ἠώς — dawn fem nom sg …
3ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …
4Ηώς — η αρχαίο κύριο όνομα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἀοῖ — ἠώς dawn fem voc sg (doric) ἠώς dawn fem dat sg (doric) ἠώς dawn fem dat sg (doric) …
6ἀῶς — ἠώς dawn fem acc pl (doric) ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (doric aeolic) …
7Ἠοῖ — Ἠώς fem voc sg Ἠώς fem dat sg Ἠώς fem dat sg …
8ἠοῖ — ἠώς dawn fem dat sg ἠώς dawn fem dat sg ἠώς dawn fem voc sg …
9ἀοῦς — ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric) ἠώς dawn fem gen sg (doric) …
10ἕω — ἠώς dawn fem acc sg (attic) ἠώς dawn fem nom/voc/acc dual (attic doric aeolic) …